- βοηθητικός
- -ή, -ό1. αυτός που μπορεί ή είναι κατάλληλος να βοηθήσει: Η εργασιακή εμπειρία είναι βοηθητική στην καριέρα κάποιου.2. (γραμμ.), βοηθητικά ρήματα, βοηθητικά μόρια: Τα ρήματα έχω και είμαι ονομάζονται βοηθητικά.3. ο δευτερεύων, όχι ο βασικός και κύριος: Τα παιδικά ποδήλατα έχουν πάντα και δύο βοηθητικές ρόδες.4. το αρσ. ως ουσ., βοηθητικός στρατιώτης που εξαιτίας της αναπηρίας του κρίθηκε κατάλληλος για βοηθητικές υπηρεσίες: Στο στρατό υπηρέτησε σε γραφείο, ως βοηθητικός.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.